Βατίς

Βατίς
Βατίς
skate
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βατίς — ( ίδος), η (Α) [βάτος (Ι)] 1. πλατύ, αγκαθωτό σελαχοειδές, βατί, ράγια 2. είδος πτηνού που συχνάζει σε θάμνους 3. το δικότυλο φυτό βατίς ή θαλασσία …   Dictionary of Greek

  • βατίς — skate fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατίδα — Βατίς skate fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατίδα — βατίς skate fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατίδας — Βατίς skate fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατίδας — βατίς skate fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατίδες — Βατίς skate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατίδες — βατίς skate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατίδι — Βατίς skate fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατίδι — βατίς skate fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”